Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
View word page
ἡδυμιγής
sweetly-mixed

ShortDef

sweetly-mixed

Debugging

Headword:
ἡδυμιγής
Headword (normalized):
ἡδυμιγής
Headword (normalized/stripped):
ηδυμιγης
IDX:
39504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39505
Key:

Data

{'content': 'sweetly-mixed'}