Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδυοινία
View word page
ἡδυμελής
sweet-strained, sweet-singing
ShortDef
sweet-strained, sweet-singing
Debugging
Headword:
ἡδυμελής
Headword (normalized):
ἡδυμελής
Headword (normalized/stripped):
ηδυμελης
IDX:
39502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39503
Key:
Data
{'content': 'sweet-strained, sweet-singing'}