Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
View word page
ἡδύλογος
sweetspeaking, sweet-voiced
ShortDef
sweetspeaking, sweet-voiced
Debugging
Headword:
ἡδύλογος
Headword (normalized):
ἡδύλογος
Headword (normalized/stripped):
ηδυλογος
IDX:
39497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39498
Key:
Data
{'content': 'sweetspeaking, sweet-voiced'}