Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
View word page
ἡδυλογία
jesting

ShortDef

jesting

Debugging

Headword:
ἡδυλογία
Headword (normalized):
ἡδυλογία
Headword (normalized/stripped):
ηδυλογια
IDX:
39496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39497
Key:

Data

{'content': 'jesting'}