Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
View word page
ἡδυλογέω
speak sweet things

ShortDef

speak sweet things

Debugging

Headword:
ἡδυλογέω
Headword (normalized):
ἡδυλογέω
Headword (normalized/stripped):
ηδυλογεω
IDX:
39495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39496
Key:

Data

{'content': 'speak sweet things'}