Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
View word page
ἡδυλισμός
flattering

ShortDef

flattering

Debugging

Headword:
ἡδυλισμός
Headword (normalized):
ἡδυλισμός
Headword (normalized/stripped):
ηδυλισμος
IDX:
39494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39495
Key:

Data

{'content': 'flattering'}