Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδυμελίφθογγος
View word page
ἡδυλίζω
flatter, wheedle
ShortDef
flatter, wheedle
Debugging
Headword:
ἡδυλίζω
Headword (normalized):
ἡδυλίζω
Headword (normalized/stripped):
ηδυλιζω
IDX:
39493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39494
Key:
Data
{'content': 'flatter, wheedle'}