Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
View word page
ἡδυκρέως
of sweet flesh
ShortDef
of sweet flesh
Debugging
Headword:
ἡδυκρέως
Headword (normalized):
ἡδυκρέως
Headword (normalized/stripped):
ηδυκρεως
IDX:
39491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39492
Key:
Data
{'content': 'of sweet flesh'}