Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
View word page
ἡδύκαρπος
with sweet fruit
ShortDef
with sweet fruit
Debugging
Headword:
ἡδύκαρπος
Headword (normalized):
ἡδύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ηδυκαρπος
IDX:
39490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39491
Key:
Data
{'content': 'with sweet fruit'}