Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
Ἡδύλος
View word page
ἡδυεπής
sweet-speaking
ShortDef
sweet-speaking
Debugging
Headword:
ἡδυεπής
Headword (normalized):
ἡδυεπής
Headword (normalized/stripped):
ηδυεπης
IDX:
39488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39489
Key:
Data
{'content': 'sweet-speaking'}