Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
View word page
ἡδύγλωσσος
sweet-tongued
ShortDef
sweet-tongued
Debugging
Headword:
ἡδύγλωσσος
Headword (normalized):
ἡδύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ηδυγλωσσος
IDX:
39485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39486
Key:
Data
{'content': 'sweet-tongued'}