Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
ἡδύδειπνος
ἡδυεπής
ἡδύθροος
ἡδύκαρπος
ἡδυκρέως
Ἡδύλειος
ἡδυλίζω
View word page
ἡδύγελως
sweetly laughing
ShortDef
sweetly laughing
Debugging
Headword:
ἡδύγελως
Headword (normalized):
ἡδύγελως
Headword (normalized/stripped):
ηδυγελως
IDX:
39483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39484
Key:
Data
{'content': 'sweetly laughing'}