Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
ἡδυγνώμων
View word page
ἡδονικός
of or for ἡδονή, pleasurable

ShortDef

of or for ἡδονή, pleasurable

Debugging

Headword:
ἡδονικός
Headword (normalized):
ἡδονικός
Headword (normalized/stripped):
ηδονικος
IDX:
39476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39477
Key:

Data

{'content': 'of or for ἡδονή, pleasurable'}