Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
ἡδύγαμος
ἡδύγελως
ἡδυγλωσσία
ἡδύγλωσσος
View word page
ἡδονή
delight, enjoyment, pleasure
ShortDef
delight, enjoyment, pleasure
Debugging
Headword:
ἡδονή
Headword (normalized):
ἡδονή
Headword (normalized/stripped):
ηδονη
IDX:
39475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39476
Key:
Data
{'content': 'delight, enjoyment, pleasure'}