Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
ἡδύβιος
ἡδυβόης
View word page
ἠδελφισμένως
with brotherly likeness

ShortDef

with brotherly likeness

Debugging

Headword:
ἠδελφισμένως
Headword (normalized):
ἠδελφισμένως
Headword (normalized/stripped):
ηδελφισμενως
IDX:
39471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39472
Key:

Data

{'content': 'with brotherly likeness'}