Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
ἦδος
ἧδος
View word page
ἥγπληκτος
pleasure-struck

ShortDef

pleasure-struck

Debugging

Headword:
ἥγπληκτος
Headword (normalized):
ἥγπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ηγπληκτος
IDX:
39469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39470
Key:

Data

{'content': 'pleasure-struck'}