Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοποιός
ἀλλοπρόσαλλος
ἆλλος
ἄλλος
View word page
ἀλλοκοτία
absurdity

ShortDef

absurdity

Debugging

Headword:
ἀλλοκοτία
Headword (normalized):
ἀλλοκοτία
Headword (normalized/stripped):
αλλοκοτια
IDX:
3946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3947
Key:

Data

{'content': 'absurdity'}