Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἥγησις
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
ἡδονικός
ἡδονοκρασία
View word page
ἡγνευμένως
purely

ShortDef

purely

Debugging

Headword:
ἡγνευμένως
Headword (normalized):
ἡγνευμένως
Headword (normalized/stripped):
ηγνευμενως
IDX:
39467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39468
Key:

Data

{'content': 'purely'}