Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἡγησίλεως
ἡγησίπολις
ἥγησις
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
ἥδομαι
ἡδομένως
ἡδονή
View word page
ἡγιασμένως
in holy manner
ShortDef
in holy manner
Debugging
Headword:
ἡγιασμένως
Headword (normalized):
ἡγιασμένως
Headword (normalized/stripped):
ηγιασμενως
IDX:
39465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39466
Key:
Data
{'content': 'in holy manner'}