Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡγηλάζω
ἥγημα
Ἡγήσανδρος
Ἡγησίλεως
ἡγησίπολις
ἥγησις
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
ἡγιασμένως
ἠγμένως
ἡγνευμένως
ἤγουν
ἥγπληκτος
ἠδέ
ἠδελφισμένως
ἤδη
View word page
ἡγητικός
authoritative, leading

ShortDef

authoritative, leading

Debugging

Headword:
ἡγητικός
Headword (normalized):
ἡγητικός
Headword (normalized/stripped):
ηγητικος
IDX:
39462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39463
Key:

Data

{'content': 'authoritative, leading'}