Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἥγημα
Ἡγήσανδρος
Ἡγησίλεως
ἡγησίπολις
ἥγησις
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
ἡγητικός
ἡγήτωρ
Ἡγίας
View word page
Ἡγήσανδρος
Hegesander
ShortDef
Hegesander
Debugging
Headword:
Ἡγήσανδρος
Headword (normalized):
ἡγήσανδρος
Headword (normalized/stripped):
ηγησανδρος
IDX:
39454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39455
Key:
Data
{'content': 'Hegesander'}