Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἥγημα
Ἡγήσανδρος
Ἡγησίλεως
ἡγησίπολις
ἥγησις
ἡγητέον
ἡγητήρ
ἡγητηρία
ἡγητής
View word page
ἡγέτης
a leader
ShortDef
a leader
Debugging
Headword:
ἡγέτης
Headword (normalized):
ἡγέτης
Headword (normalized/stripped):
ηγετης
IDX:
39451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39452
Key:
Data
{'content': 'a leader'}