Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοποιός
ἀλλοπρόσαλλος
View word page
ἀλλοιωτικός
transformative

ShortDef

transformative

Debugging

Headword:
ἀλλοιωτικός
Headword (normalized):
ἀλλοιωτικός
Headword (normalized/stripped):
αλλοιωτικος
IDX:
3944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3945
Key:

Data

{'content': 'transformative'}