Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἥγημα
Ἡγήσανδρος
Ἡγησίλεως
ἡγησίπολις
View word page
ἡγεμονίς
imperial
ShortDef
imperial
Debugging
Headword:
ἡγεμονίς
Headword (normalized):
ἡγεμονίς
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονις
IDX:
39446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39447
Key:
Data
{'content': 'imperial'}