Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
ἥγημα
Ἡγήσανδρος
View word page
ἡγεμονικός
ready to lead
ShortDef
ready to lead
Debugging
Headword:
ἡγεμονικός
Headword (normalized):
ἡγεμονικός
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονικος
IDX:
39444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39445
Key:
Data
{'content': 'ready to lead'}