Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
ἡγηλάζω
View word page
ἡγεμόνη
queen

ShortDef

queen

Debugging

Headword:
ἡγεμόνη
Headword (normalized):
ἡγεμόνη
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονη
IDX:
39442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39443
Key:

Data

{'content': 'queen'}