Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡβητήριον
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
ἠγερέθομαι
ἡγέτης
View word page
ἡγεμονέω
have authority

ShortDef

have authority

Debugging

Headword:
ἡγεμονέω
Headword (normalized):
ἡγεμονέω
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονεω
IDX:
39441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39442
Key:

Data

{'content': 'have authority'}