Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἥβησις
ἡβητηρία
ἡβητήριον
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
ἡγεμόσυνα
ἡγεμών
ἡγέομαι
View word page
ἡγεμόνευμα
a leading
ShortDef
a leading
Debugging
Headword:
ἡγεμόνευμα
Headword (normalized):
ἡγεμόνευμα
Headword (normalized/stripped):
ηγεμονευμα
IDX:
39439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39440
Key:
Data
{'content': 'a leading'}