Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἥβη
ἥβη
ἡβηδόν
ἥβησις
ἡβητηρία
ἡβητήριον
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
ἡγεμονίς
View word page
ἠγαλέος
broken in pieces

ShortDef

broken in pieces

Debugging

Headword:
ἠγαλέος
Headword (normalized):
ἠγαλέος
Headword (normalized/stripped):
ηγαλεος
IDX:
39436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39437
Key:

Data

{'content': 'broken in pieces'}