Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἡβάω
Ἥβη
ἥβη
ἡβηδόν
ἥβησις
ἡβητηρία
ἡβητήριον
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
ἡγεμονικός
ἡγεμόνιος
View word page
ἠγάθεος
very divine, most holy

ShortDef

very divine, most holy

Debugging

Headword:
ἠγάθεος
Headword (normalized):
ἠγάθεος
Headword (normalized/stripped):
ηγαθεος
IDX:
39435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39436
Key:

Data

{'content': 'very divine, most holy'}