Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἠβαιός
ἡβάσκω
ἡβάω
Ἥβη
ἥβη
ἡβηδόν
ἥβησις
ἡβητηρία
ἡβητήριον
ἡβητής
ἡβητικός
ἡβυλλιάω
ἠγάθεος
ἠγαλέος
Ἡγέλοχος
ἡγεμόνεια
ἡγεμόνευμα
ἡγεμονεύω
ἡγεμονέω
ἡγεμόνη
ἡγεμονία
View word page
ἡβητικός
youthful

ShortDef

youthful

Debugging

Headword:
ἡβητικός
Headword (normalized):
ἡβητικός
Headword (normalized/stripped):
ηβητικος
IDX:
39433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39434
Key:

Data

{'content': 'youthful'}