Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιόμορφος
ἀλλοιοπροσωπέω
ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλοπάθεια
View word page
ἀλλοιώδης
strange, altered in appearance
ShortDef
strange, altered in appearance
Debugging
Headword:
ἀλλοιώδης
Headword (normalized):
ἀλλοιώδης
Headword (normalized/stripped):
αλλοιωδης
IDX:
3941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3942
Key:
Data
{'content': 'strange, altered in appearance'}