Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζῶστμα
ζωστός
ζωστρίς
ζῶστρον
ζωτικός
ζῳύφιον
ζωφορία
ζωφυτέω
ζώφυτος
ζῳώδης
ζῳωδία
ζώωσις
ζῳωτός
ἧ
ἤ
ἦ
η
ᾗ
ηʹ
ἤ2
ἤ3
View word page
ζῳωδία
animal nature
ShortDef
animal nature
Debugging
Headword:
ζῳωδία
Headword (normalized):
ζῳωδία
Headword (normalized/stripped):
ζωωδια
IDX:
39411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39412
Key:
Data
{'content': 'animal nature'}