Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλλοινία
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιόμορφος
ἀλλοιοπροσωπέω
ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
View word page
ἀλλοιόω
to make different, to change, alter
ShortDef
to make different, to change, alter
Debugging
Headword:
ἀλλοιόω
Headword (normalized):
ἀλλοιόω
Headword (normalized/stripped):
αλλοιοω
IDX:
3940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3941
Key:
Data
{'content': 'to make different, to change, alter'}