Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωρός
ζωρύα
ζώς
ζώσιμος
ζῶσις
ζωστήρ
Ζωστήριος
ζωστηροκλέπτης
ζώστης
ζῶστμα
ζωστός
ζωστρίς
ζῶστρον
ζωτικός
ζῳύφιον
ζωφορία
ζωφυτέω
ζώφυτος
ζῳώδης
ζῳωδία
ζώωσις
View word page
ζωστός
girded

ShortDef

girded

Debugging

Headword:
ζωστός
Headword (normalized):
ζωστός
Headword (normalized/stripped):
ζωστος
IDX:
39402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39403
Key:

Data

{'content': 'girded'}