Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζωρύα
ζώς
ζώσιμος
ζῶσις
ζωστήρ
Ζωστήριος
ζωστηροκλέπτης
ζώστης
ζῶστμα
ζωστός
ζωστρίς
ζῶστρον
ζωτικός
ζῳύφιον
ζωφορία
ζωφυτέω
ζώφυτος
ζῳώδης
View word page
ζώστης
one who girds
ShortDef
one who girds
Debugging
Headword:
ζώστης
Headword (normalized):
ζώστης
Headword (normalized/stripped):
ζωστης
IDX:
39400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39401
Key:
Data
{'content': 'one who girds'}