Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζώπυρον
ζώπυρος
ζωπύρωσις
ζωροποτέω
ζωροπότης
ζωρός
ζωρύα
ζώς
ζώσιμος
ζῶσις
ζωστήρ
Ζωστήριος
ζωστηροκλέπτης
ζώστης
ζῶστμα
ζωστός
ζωστρίς
ζῶστρον
ζωτικός
ζῳύφιον
ζωφορία
View word page
ζωστήρ
a girdle

ShortDef

a girdle

Debugging

Headword:
ζωστήρ
Headword (normalized):
ζωστήρ
Headword (normalized/stripped):
ζωστηρ
IDX:
39397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39398
Key:

Data

{'content': 'a girdle'}