Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζώντως
ζῳογενής
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνησις
ζωογονητικός
ζωογονία
ζωογόνος
ζωοδοτήρ
ζωοειδής
ζωοθετέω
ζωοθηρία
ζωοθηρικός
ζωοθυτέω
ζωοκέφαλος
ζωόμορφος
ζῷον
ζῳοπλαστέω
ζῳοπλάστης
ζῳοπλαστία
ζωοποιέω
View word page
ζωοθετέω
to make alive
ShortDef
to make alive
Debugging
Headword:
ζωοθετέω
Headword (normalized):
ζωοθετέω
Headword (normalized/stripped):
ζωοθετεω
IDX:
39342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39343
Key:
Data
{'content': 'to make alive'}