Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζώνιον
ζωνιοπλόκος
ζωνῖτις
ζώννυμι
ζωνοδράκοντις
ζωνοειδής
ζωνοφόρος
ζώντως
ζῳογενής
ζῳογλύφος
ζωογονέω
ζωογόνησις
ζωογονητικός
ζωογονία
ζωογόνος
ζωοδοτήρ
ζωοειδής
ζωοθετέω
ζωοθηρία
ζωοθηρικός
ζωοθυτέω
View word page
ζωογονέω
propagate

ShortDef

propagate

Debugging

Headword:
ζωογονέω
Headword (normalized):
ζωογονέω
Headword (normalized/stripped):
ζωογονεω
IDX:
39335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39336
Key:

Data

{'content': 'propagate'}