Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξία
ἀλλόδοξος
ἀλλοεθνής
ἀλλοεθνία
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοινία
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιόμορφος
ἀλλοιοπροσωπέω
ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
View word page
ἀλλοιόμορος
unfortunate

ShortDef

unfortunate

Debugging

Headword:
ἀλλοιόμορος
Headword (normalized):
ἀλλοιόμορος
Headword (normalized/stripped):
αλλοιομορος
IDX:
3931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3932
Key:

Data

{'content': 'unfortunate'}