Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζῳηδόν
ζωηρός
ζωητός
ζωηφόρος
ζωθάλμιος
ζωθαλπής
ζωθήκη
ζωϊκός
ζῶμα
ζώμευμα
ζωμεύω
ζωμήρυσις
ζωμίδιον
ζωμοποιέω
ζωμοποιός
ζωμός
ζωμοτάριχος
ζώνα
ζώνη
ζωνιαῖος
ζώνιον
View word page
ζωμεύω
to boil into soup
ShortDef
to boil into soup
Debugging
Headword:
ζωμεύω
Headword (normalized):
ζωμεύω
Headword (normalized/stripped):
ζωμευω
IDX:
39315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39316
Key:
Data
{'content': 'to boil into soup'}