Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωγρίας
ζῶγρος
ζῳδαρίδιον
ζῳδάριον
ζῳδιακός
ζῳδιοκράτωρ
ζῴδιον
ζῳδιοποιός
ζῳδιοφόρος
ζῴειος
ζωή
ζῳηδόν
ζωηρός
ζωητός
ζωηφόρος
ζωθάλμιος
ζωθαλπής
ζωθήκη
ζωϊκός
ζῶμα
ζώμευμα
View word page
ζωή
a living

ShortDef

a living

Debugging

Headword:
ζωή
Headword (normalized):
ζωή
Headword (normalized/stripped):
ζωη
IDX:
39304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39305
Key:

Data

{'content': 'a living'}