Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγερμός
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
View word page
ἀγέννεια
meanness, baseness

ShortDef

meanness, baseness

Debugging

Headword:
ἀγέννεια
Headword (normalized):
ἀγέννεια
Headword (normalized/stripped):
αγεννεια
IDX:
392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-393
Key:

Data

{'content': 'meanness, baseness'}