Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωγονέω
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρεῖον
ζωγρέω
ζωγρία
ζώγρια
ζωγρίας
ζῶγρος
ζῳδαρίδιον
ζῳδάριον
ζῳδιακός
ζῳδιοκράτωρ
ζῴδιον
ζῳδιοποιός
View word page
ζωγρέω
to take alive, revive

ShortDef

to take alive, revive

Debugging

Headword:
ζωγρέω
Headword (normalized):
ζωγρέω
Headword (normalized/stripped):
ζωγρεω
IDX:
39291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39292
Key:

Data

{'content': 'to take alive, revive'}