Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωγάνης
ζώγη
ζωγονέω
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρεῖον
ζωγρέω
ζωγρία
ζώγρια
ζωγρίας
ζῶγρος
ζῳδαρίδιον
ζῳδάριον
ζῳδιακός
ζῳδιοκράτωρ
View word page
ζωγράφος
one who paints from life

ShortDef

one who paints from life

Debugging

Headword:
ζωγράφος
Headword (normalized):
ζωγράφος
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφος
IDX:
39289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39290
Key:

Data

{'content': 'one who paints from life'}