Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωαλκής
ζωάρκεια
ζωαρκής
ζῴαρχος
ζωγάνης
ζώγη
ζωγονέω
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρεῖον
ζωγρέω
ζωγρία
ζώγρια
ζωγρίας
ζῶγρος
View word page
ζωγραφητός
painted, parti-coloured

ShortDef

painted, parti-coloured

Debugging

Headword:
ζωγραφητός
Headword (normalized):
ζωγραφητός
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφητος
IDX:
39285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39286
Key:

Data

{'content': 'painted, parti-coloured'}