Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζωάγρια
ζωάγριος
ζωαλκής
ζωάρκεια
ζωαρκής
ζῴαρχος
ζωγάνης
ζώγη
ζωγονέω
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρεῖον
ζωγρέω
ζωγρία
ζώγρια
View word page
ζωγραφέω
to paint from life, to paint

ShortDef

to paint from life, to paint

Debugging

Headword:
ζωγραφέω
Headword (normalized):
ζωγραφέω
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφεω
IDX:
39283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39284
Key:

Data

{'content': 'to paint from life, to paint'}