Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζῶ
ζωά
ζωαγρία
ζωάγρια
ζωάγριος
ζωαλκής
ζωάρκεια
ζωαρκής
ζῴαρχος
ζωγάνης
ζώγη
ζωγονέω
ζωγραφεῖον
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφητός
ζωγραφία
ζωγραφίδες
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρεῖον
View word page
ζώγη
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
ζώγη
Headword (normalized):
ζώγη
Headword (normalized/stripped):
ζωγη
IDX:
39280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39281
Key:

Data

{'content': 'plant'}