Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
ζυμίτης
ζυμουργός
ζυμόω
ζυμώδης
ζύμωμα
ζύμωσις
ζυμωτικός
ζυμωτός
ζυτᾶς
ζυτηρά
ζυτοποιέω
ζυτοποιΐα
ζυτοποιός
ζυτοπώλιον
ζυτόπωλις
ζυτουργεῖον
ζῶ
ζωά
View word page
ζυμωτός
fermented, leavened

ShortDef

fermented, leavened

Debugging

Headword:
ζυμωτός
Headword (normalized):
ζυμωτός
Headword (normalized/stripped):
ζυμωτος
IDX:
39261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39262
Key:

Data

{'content': 'fermented, leavened'}