Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ζύγρα
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζύγωσις
ζυγωτός
ζυθοπώλης
ζῦθος
ζύμη
ζυμήεις
ζυμίζω
ζυμίτης
ζυμουργός
ζυμόω
ζυμώδης
ζύμωμα
ζύμωσις
ζυμωτικός
ζυμωτός
ζυτᾶς
ζυτηρά
ζυτοποιέω
View word page
ζυμίτης
leavened
ShortDef
leavened
Debugging
Headword:
ζυμίτης
Headword (normalized):
ζυμίτης
Headword (normalized/stripped):
ζυμιτης
IDX:
39254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-39255
Key:
Data
{'content': 'leavened'}